- ἀνενθουσίαστος
- ἀν-εν-θουσίαστος, nicht begeistert, nicht schwärmerisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανενθουσίαστος — η, ο (Α ἀνενθουσίαστος, ον) όποιος δεν παρασύρεται από ενθουσιασμό, απαθής ή ψύχραιμος … Dictionary of Greek
ανενθουσίαστος — η, ο αυτός που δεν ενθουσιάζεται ή δεν ενθουσιάστηκε: Το ακροατήριο είχε απομείνει μάλλον ανενθουσίαστο από τη στομφώδη ομιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνενθουσιάστως — ἀνενθουσίαστος unimpassioned adverbial ἀνενθουσίαστος unimpassioned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενθουσίαστον — ἀνενθουσίαστος unimpassioned masc/fem acc sg ἀνενθουσίαστος unimpassioned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενθουσιάστοις — ἀνενθουσίαστος unimpassioned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)